- θαλασσίγονος
- θαλασσίγονος, -ον (Α)φρ. «θαλασσιγόνου Παφίης» — τής Αφροδίτης που γεννήθηκε απ' τη θάλασσα, Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσι- (< θάλασσα) + -γονος (< γόνος), (πρβλ. πρό-γονος, θεό-γονος). Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.